Το καμάρι του δήμου: το πλατανόδασος Κηρέα |
Τα νεκρά πλατάνια στις όχθες των ποταμών, στη Θεσπρωτία και τα Ιωάννινα, που εντοπίστηκαν την τελευταία διετία, λόγω της προσβολής τους από την ασθένεια "μεταχρωματικό έλκος", αλλά και δεκάδες άλλες εστίες προσβολής σε οικοσυστήματα πλατανιών στην περιοχή, ανησυχούν τους ειδικούς στην Ήπειρο, οι οποίοι επιδίδονται σε έναν "αγώνα δρόμου" για τη σωτηρία των δένδρων από την καταστροφική αυτή ασθένεια.
Να σημειωθεί ότι το θανατηφόρο για τα πλατάνια μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου, την τελευταία δεκαετία έχει νεκρώσει χιλιάδες αιωνόβια πλατάνια σε όλη τη χώρα. Ο μύκητας Ceratocystis platani, που προκαλεί την ασθένεια, εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2003, στη Μεσσηνία και έχει ήδη προσβάλλει και νεκρώσει χιλιάδες πλατάνια στην Πελοπόννησο, ενώ πρόσφατα η ασθένεια εντοπίστηκε και στην Κορινθία. Ήδη η περιοχή της λίμνης Δόξας ερευνάται εξονυχιστικά από τους υπαλλήλους και τους φυτοϋγειονομικούς ελεγκτές του Δασαρχείου Ξυλοκάστρου για τον εντοπισμό πιθανόν και άλλων εστιών. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να εκδοθεί ειδική απόφαση καθορισμού «Ζωνών προστασίας» της περιοχής από την συγκεκριμένη ασθένεια. έλος καλούνται όσοι αντιλαμβάνονται ημίξηρα και ξερά πλατάνια να συνδράμουν ενεργά ενημερώνοντας αμέσως για την ακριβή θέση τους τα Δασαρχεία του Νομού ή την Δ/νση Δασών
Η ασθένεια "μεταχρωματικό έλκος" προκαλείται από τον μύκητα Ceratocystis platani, ο οποίος εισβάλει στον κορμό, τα κλαδιά ή τις ρίζες, από πληγές στον εξωτερικό φλοιό του δένδρου. Πρόκειται για μια σοβαρή νόσο, καθώς κατά την εξέλιξή της, νεκρώνει πλατάνια κάθε ηλικίας και μεγέθους, ενώ μεταδίδεται στα δένδρα, από τις συνενώσεις μεταξύ των ριζών τους. Ιδιαίτερα, ο πλάτανος που συναντάται στην Ελλάδα με την ονομασία orientalis, δηλαδή ανατολικός, είναι ευάλωτος από τον ένοχο αυτό μύκητα.
Αποκαλυπτική για την καταστροφή στα οικοσυστήματα των πλατάνων στην Ήπειρο είναι έκθεση του Εργαστηρίου Δασικής Παθολογίας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, τον Ιανουάριο του 2013.
Ο Γεώργιος Καρέτσος, ερευνητής του Εργαστηρίου, ο οποίος υπογράφει την έκθεση, αναφέρει: ".. Με την ολοκλήρωση των φυτουγειονομικών ελέγχων για τον εντοπισμό του παθογόνου καραντίνας Ceratocystis platani, παρατηρήθηκαν εκτεταμένες προσβολές σε φυσικά οικοσυστήματα πλατάνου, αρκετών περιοχών της Ηπείρου, που εντοπίζονται στις Περιφερειακές Ενότητες Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων.
Συγκεκριμένα: -Στον ποταμό Καλαμά, η ασθένεια έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις με νεκρά δένδρα να αριθμούνται σε χιλιάδες. Εντοπίστηκαν πάρα πολλές νέες εστίες προσβολής, οι οποίες θα συνεχίσουν να διευρύνονται με τη νέκρωση όλων των δένδρων πλατάνου σε αυτές τις θέσεις. Οι συνέπειες της ασθένειας, στο εγγύς μέλλον, αναμένεται να είναι τραγικές στον συγκεκριμένο ποταμό, με καταστροφή του μεγαλύτερου τμήματος της παρόχθιας βλάστησης των πλατάνων.
-Το παθογόνο έχει επεκταθεί και στον ποταμό Λούρο, όπου οι προσβολές είναι σε αρχικά στάδια.
-Η ασθένεια έχει εντοπιστεί στο χωριό Βουνοπλαγιά, που είναι σε μικρή σχετικά απόσταση από τη λίμνη των Ιωαννίνων.
-Άμεσα μέτρα αντιμετώπισης πρέπει να εφαρμοστούν στον ποταμό Αχέροντα, όπου οι προσβολές βρίσκονται σε αρχικά στάδια, αλλά και στη νευραλγική θέση, πλησίον της συμβολής των ποταμών Αώου, Βοϊδομάτη και Σαρανταπόρου στην Κόνιτσα, όπου επίσης έχουν εντοπιστεί περιορισμένης έκτασης εστίες".
Το Δασαρχείο Ιωαννίνων, από τα τέλη του 2010 οπότε και εντοπίστηκε η νόσος στα πλατάνια, εξέδωσε διάταξη, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η υλοτομία πλατάνου σε δάση και χορτολιβαδικές εκτάσεις, ενώ κρίνει απαραίτητη την άδεια, από το Δασαρχείο, για κοπή δένδρων που βρίσκονται μέσα σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Παράλληλα, συγκρότησε κλιμάκια ειδικών ελεγκτών, οι οποίοι πραγματοποιούν συνεχείς ελέγχους στα οικοσυτήματα για τον εντοπισμό του μύκητα, αλλά ασχολούνται και με τον περιορισμό της ασθένειας στις εστίες προσβολής.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η προϊσταμένη του Δασαρχείου Ιωαννίνων Φωτεινή Κούτλα, "σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ασθένειας έχει η έγκαιρη διάγνωση σε νέες εστίες".
Η κ. Κούτλα εξηγεί ότι ο κυριότερος παράγοντας για τη διάδοση του μύκητα είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα, δηλαδή οι εργασίες που γίνονται με σκαπτικά μηχανήματα, αλυσοπρίονα, τσεκούρια, τα οποία τον μεταφέρουν, με τη μορφή πριονιδιού, όταν κόβονται μολυσμένα δένδρα.
Εξάλλου, στην έκθεση Καρέτσου εκτιμάται ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο μύκητας μεταφέρθηκε στην Ήπειρο με μηχανήματα εκσκαφής, που είχαν προηγουμένως χρησιμοποιηθεί σε προσβεβλημένη από τον μύκητα περιοχή της Πελοποννήσου και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της Εγνατίας ή κάποιου άλλου έργου.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας, από το Δασαρχείο Ιωαννίνων γίνονται νεκρώσεις με ειδικά ζιζανιοκτόνα στα άρρωστα πλατάνια, ώστε να σταματήσει η εξέλιξη της νόσου, ενώ κόβονται και καίγονται όσα έχουν πεθάνει. Επίσης, γίνεται απολύμανση του εδάφους, των κοπτικών εργαλείων ή των μηχανημάτων και των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, για τις επεμβάσεις στα μολυσμένα δένδρα. Ταυτόχρονα, τοποθετούνται ενημερωτικές πινακίδες πάνω στα άρρωστα δένδρα. Σε έγγραφό του προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με ημερομηνία 14-3 2013, το Δασαρχείο Ιωαννίνων αναφέρει ότι, μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων για το 2012, οριοθετήθηκαν, σε διάφορες περιοχές, συνολικά 45 εστίες προσβολής και 13 ζώνες ασφαλείας, στις οποίες επιβλήθηκαν περιορισμοί εργασιών και δραστηριοτήτων μέσα σε αυτές. Επίσης - μεταξύ άλλων - ενημερώνει πως βρίσκεται σε εξέλιξη έργο, που εκτελείται από τη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας Ηπείρου και την καθοδήγηση του Δασαρχείου Ιωαννίνων και το οποίο περιλαμβάνει εργασίες κοπής και καύσης πλατανιών που βρίσκονται σε "εστίες προσβολής", κατά μήκος της παλιάς Εθνικής Οδού Ιωαννίνων – Ηγουμενίτσας.
Επισημαίνεται δε ότι "θα συνεχιστούν οι ενδεδειγμένοι έλεγχοι και θα εκτελεστούν οι εργασίες εφόσον διατεθούν οι ανάλογες πιστώσεις".
Η προϊσταμένη του Δασαρχείου τονίζει ότι "η καλύτερη ασπίδα κατά της μετάδοσης της ασθένειας είναι η τακτική ενημέρωση των πολιτών αλλά και η ανάδειξη του προβλήματος σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στους οποίους έχει αποσταλεί σχετική ενημέρωση".
Το ιστορικό της ασθένειας Οι πρώτες αναφορές για τον μύκητα Ceratocystis platani καταγράφηκαν το 1935 στις ΗΠΑ, ενώ πιθανολογείται ότι κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη με κιβώτια από ξύλο πλατάνου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά πολεμικού υλικού.
Συγκεκριμένα, σε χώρες, όπου επιβιβάστηκαν τα συμμαχικά στρατεύματα, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, υπάρχουν αναφορές για την πρώτη εμφάνιση της νόσου σε πλατάνια. Στην Ελλάδα, η ασθένεια πρωτοεμφανίστηκε, τον Δεκέμβριο του 2003, στη Μεσσηνία, ενώ οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο μύκητας "εισήχθη", με πολλαπλασιαστικό υλικό, από την Ιταλία.
Mεταχρωματικό έλκος του πλατάνου
Νέος παθολογικός εχθρός που διαχειμάζει στα πλατάνια, εισήλθε στη χώρα μας το Φθινόπωρο του 2003. Η ασθένεια του «μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου», που προκαλείται από το μύκητα Ceratocystis fimbriata f.sp. platani. Εντοπίσητκε πρώτη φορά στις Η.Π.Α. το 1935 και θεωρείται είδος της Βόρεια Αμερικής. Το παθογόνο έχει ξενιστές μόνο είδη πλατάνου. Η ασθένεια είναι καταστρεπτική και η πιο επικίνδυνη για τα πλατάνια ολόκληρου του κόσμου. Μεγαλύτερη ευαισθησία παρουσιάζουν τα νεαρά δέντρα στα οποία ο θάνατος μπορεί να έρθει σε διάστημα μικρότερο των 2 ετών. Τα μεγαλύτερα δένδρα μπορούν να επιβιώσουν για αρκετά χρόνια μετά την προσβολή τους από το παθογόνο, ωστόσο, ο θάνατος των προσβεβλημένων φυτών είναι αναπόφευκτος.
Χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες. Στις χώρες αυτές εισήχθη από τις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ενώ στην Ελλάδα ο μύκητα έχει εισαχθεί με πολλαπλασιαστικό υλικό, πιθανολογείται από την Ιταλία την κύρια χώρα εισαγωγής πλατανιών στη χώρα μας. Το μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου (canker stain) Ceratocystis platani (Walter) Engelbrecht et Harrigton αποτελεί μια μεγάλη απειλή για τα πλατάνια της χώρας μας αφού κάθε χημική αντιμετώπιση, όπως θα δούμε πιο κάτω έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική.
Ο μύκητας
Ο μύκητας Ceratocystis platani είναι ασκομύκητας της οικογένειας Ophiostotomataceae της τάξης Microascales και προσβάλλει μόνο είδη πλατάνου. Ο ανατολικός πλάτανος που υπάρχει στην Ελλάδα και σε όλη την Νότιο-Ανατολική Ευρώπη (Platanus Orientalis) είναι ιδιαίτερα ευπαθής στο παθογόνο, σε αντίθεση με το δυτικό πλάτανο (Platanus Occidentalis) που απαντάται στη Βόρεια Αμερική και είναι περισσότερο ανθεκτικός. Εξ’ άλλου και ο σφενδαμόφυλλος πλάτανος (Platanus x acerifolia) που είναι φυσικό υβρίοδιο των δύο παραπάνω παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία. Ακόμα ο Platanos Racemosa (Πλάτανος της Καλιφόρνια) προσβάλλεται από τον παθογόνο μύκητα.
Συμπτώματα
Η ασθένεια στην αρχή συνήθως εκδηλώνεται με την εμφάνιση αραιού, χλωρωτικού φυλλώματος και συμπτωμάτων μικροφυλλίας σε έναν ή περισσότερους κλάδους και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ένα μεγάλο τμήμα της κόμης. Πολύ συχνά παρατηρείται μάρανση των φύλλων και στη ξήρανση του και νέκρωση ορισμένων κλάδων. Τα φύλλα κιτρινίζουν πρόωρα και μαραίνονται και έτσι μπορούν να διακριθούν από τα γειτονικά τους υγιή.
Τα συμπτώματα αυτά παρατηρούνται συνήθως την άνοιξη και το καλοκαίρι, που οι ανάγκες του φυτού σε νερό είναι αυξημένες και η θερμοκρασία υψηλή. Σε αρκετές περιπτώσεις την άνοιξη, ένας κλάδος ή ολόκληρο το δένδρο μπορεί να μην αναβλαστήσει καθόλου, ή οι νέοι βλαστοί ξαφνικά μαραίνονται και νεκρώνονται λίγο μετά την έκπτυξη των οφθαλμών. Στους κλάδους και τον κορμό των προσβεβλημένων δένδρων παρατηρείται νέκρωση του φλοιού και δημιουργία ελκών. Ωστόσο, σε δένδρα με τραχύ φλοιό τα έλκη είναι δυσδιάκριτα και μόνο μετά από την αποκόλληση του φλοιού στο σημείο του έλκους καθίσταται εμφανής η νέκρωση στο εσωτερικό του φλοιού και στο σομφό ξύλο. Στο τμήμα του κορμού ή του κλάδου που δεν έχει νεκρωθεί, μετά την αφαίρεση του φλοιού παρατηρούνται στο σομφό ξύλο επιμήκεις λωρίδες, χρώματος κυανόμαυρου, οι οποίες έχουν σχήμα ελλειπτικό έως φλογοειδές.
Το σχήμα τους εξαρτάται από τη διάταξη των ινών του ξύλου. Οι λωρίδες αυτές είναι το πλέον χαρακτηριστικό διαγνωστικό σύμπτωμα της ασθένειας και, μετά την αφαίρεση του φλοιού, μπορούν να παρατηρηθούν ακόμα και σε κορμούς ή κλάδους που δεν υπάρχει σαφής σχηματισμός έλκους. Σε εγκάρσια τομή του κορμού ή των κλάδων παρατηρείται μεταχρωματισμός του ξύλου με ακτινική διάταξη, που επεκτείνεται ορισμένες φορές μέχρι το κέντρο. Πολύ συχνά το προσβεβλημένο ξύλο σε ζώντα δένδρα αναδύει μια χαρακτηριστική μυρωδιά φρούτων (μπανάνας ή ανανά). Αρκετές φορές όμως, η μυρωδιά αυτή δεν ανιχνεύεται εύκολα, επειδή έχουν εισβάλλει άλλοι μικροοργανισμοί που έχουν αλλοιώσει το ξύλο.
Τα συμπτώματα στο ξύλο είναι εμφανή σε ζώντα προσβεβλημένα ή σε πρόσφατα νεκρά δένδρα, ενώ όταν έχουν μεσολαβήσει μεγάλα χρονικά διαστήματα μετά τη νέκρωση των δένδρων, τα χαρακτηριστικά του ξύλου έχουν αλλοιωθεί από την εισβολή ξυλοσηπτικών μυκήτων και άλλων μικροοργανισμών.
Φυσιολογία
Ο μύκητας αναπτύσσει περιθήκια στα οποία αναπτύσσονται οι ασκοί με τα ασκοσπόρια τα οποία έχουν χαρακτηριστικό σχήμα καπέλου. Εκτός από το εγγενές στάδιο, ο μύκητας αναπτύσσει ακόμη 3 στάδια αγγενών σπορίων: Κυλινδρικά ενδοκονίδια, δολιμορφικά (βαλεροειδή) ενδοκονίδια και παχύτοιχα αλευροκονίδια γνωστά ως χλαμυδσπόρια.
Ο μύκητας αναπτύσσεται στο ξύλο του δέντρου, σχηματίζοντας αλευροκονίδια μέσα στα αγγεία του ξύλου. Εγγενή και αγενή σπόρια παράγονται στην περιοχή του έλκους, σε σχισμές κάτω από τον φλοιό καθώς και στις τομές που δημιουργούνται από κοπή ή θραύση των κλάδων και του κορμού. Σπόρια αναπτύσσονται επίσης στο πριονίδι που παράγεται από την υλοτομία ή την κοπή προσβεβλημένων δέντρων. Ο μύκητας Ceratocystis platani είανι ιδιαίτερα ανθεκτικός και μπορεί να ζει σε νεκρό ξύλο έως δύο χρόνια.
Ακόμη, τα σπόρια του μύκητα (αλευροκονίδια) μπορούν να ζήσουν και να μεταφέρονται στο νερό και στο έδαφος.
Τρόπος μετάδοσης
Ως κυριότερος παράγοντας διασποράς του παθογόνου σε μεγάλες αποστάσεις θεωρείται ο άνθρωπος. Πολύ συχνά ο μύκητας μεταδίδεται σε υγιή φυτά με τα εργαλεία κλάδευσης και υλοτομίας. Τα σπόρια του μύκητα μπορούν να επιβιώσουν για πολλές μέρες επάνω στα εργαλεία, ιδιαίτερα όταν πάνω σε αυτά παραμένει πριονίδι από ασθενή δένδρα. Επίσης, τα μηχανήματα εκσκαφής, που χρησιμοποιούνται σε ποτάμια ή δρόμους με προσβεβλημένα δένδρα μπορεί να μεταφέρουν μολυσμένο χώμα ή κομμάτια προσβεβλημένου ξύλου και να δημιουργήσουν νέες εστίες προσβολής.
Κίνδυνος διάδοσης του παθογόνου υπάρχει επίσης με τις εργασίες υλοτομίας ασθενών δένδρων, όταν αυτές δεν γίνονται με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια. Το πριονίδι που προκύπτει από την υλοτομία και τον τεμαχισμό των δένδρων μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις με τον άνεμο, με διερχόμενα αυτοκίνητα, ή ακόμα και με το νερό στα ποτάμια. Ο μύκητας παραμένει ενεργός στο νεκρό ξύλο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ίσως και περισσότερο από δύο χρόνια. Κατά συνέπεια, δένδρα τα οποία νεκρώνονται από την ασθένεια και δεν καταστρέφονται αποτελούν εστίες μόλυνσης.
Στα ποτάμια και τους χείμαρρους η μετάδοση της ασθένειας γίνεται κυρίως με κορμούς και κλαδιά προσβεβλημένων νεκρών δένδρων, που σπάζουν και μεταφέρονται με το νερό δημιουργώντας νέες εστίες προσβολής. Επίσης, μέσα στο νερό είναι πιθανόν να μεταφερθούν σε μικρές αποστάσεις και σπόρια του μύκητα, τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν νέες προσβολές από πληγές του ριζικού συστήματος. Σε κάθε νέα εστία προσβολής το παθογόνο επεκτείνεται στα γειτονικά δένδρα μέσω των αναστομώσεων των ριζών. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης του μύκητα σε νέες περιοχές είναι με τη μεταφορά μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού ή ξύλου από προσβεβλημένα δένδρα.
Στην Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα, ο μύκητας έχει εισαχθεί με φυτευτικό υλικό από την Ιταλία. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αθρόα εισαγωγή φυτών πλατάνου στην Ελλάδα. Η ασθένεια είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Ιταλία, που είναι ο κύριος εξαγωγέας φυτών πλατάνου στη χώρα μας. Ο μύκητας μπορεί επίσης να μεταδοθεί και με έντομα φορείς. Στις Η.Π.Α. έχουν αναφερθεί κολεόπτερα φορείς της οικογένειας Nitidulidae αλλά οι προσβολές με τον τρόπο αυτό είναι περιορισμένες. Άλλοι φορείς της ασθένειας μπορεί να είναι πουλιά ή ακόμα και τρωκτικά, αλλά δεν θεωρούνται ως βασικοί παράγοντες διάδοσης του παθογόνου.
Αντιμετώπιση
Επειδή η μεταφορά της ασθένειας γίνεται κυρίως ανθρωπογενώς, είναι δυνατόν να περιοριστεί η εξάπλωσή του με μέτρα πρόληψης. Την δεκατία του 1940 στις ανατολικές ακτές της Βορείου Αμερικής η ασθένεια είχε μεγάλη εξάπλωση η οποία ελαττώθηκε με φυτοπροστατευτικές μεθόδους. Στη χώρα μας θα πρέπει να αποτραπή η εξάπλωση του μύκητα και η άμεση καταστροφή των προσβεβλημένων δέντρων (κόψιμο και κάψιμο των προσβεβλημένων δέντρων). Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστάται να λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:
1. Φυτουγειονομικοί έλεγχοι. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου (Απρίλιος – Οκτώβριος), θα πρέπει να γίνονται φυτουγειονομικοί έλεγχοι για τον εντοπισμό και την επισήμανση προσβεβλημένων δέντρων. Σε περιοχές με λίγες προσβολές, ο τρόπος αυτός θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός.
2. Κόψιμο και κάψιμο των προσβεβλημένων δέντρων και μερών τους. Τα προσβλημένα δέντρα θα πρέπει να κόβονται και να ξεριζώνονται. Τα σημεία αυτά πρέπει να καταγράφονται για βραχυπρόθεσμους ελέγχους αφού θεωρούνται ύποπτα προσβολής των γειτονικών δέντρων. Τα τμήμτα κοπής των προσβεβλημένων δέντρων θα πρέπει να καίγονται ή να ενταφιάζονται σε προεπιλεγμένα βάθη. Στα σημεία εκχέρσωσης θα πρέπει να γίνεται απολύμανση εδάφους. Όλα τα υλικά και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τον τεμαχισμό, την εκχέρσωση και τη μεταφορά θα πρέπει να αποπλένονται και να απολυμαίνονται κατάλληλα. Για την απολύμανση του εδάφους χρησιμοποιούνται οι ουσίες 2-φαίνυλο-φαινόλη και τα τεταρτοταγή άλατα αμμωνίου. Αυτά τα απολυμαντικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τα μηχανήματα μεταφοράς και υλοτομίας καθώς και για τα εργαλεία. Τα εργαλεία πριν την απομάκρυνση από το χώρο εργασίας θα πρέπει να απολυμαίνονται με εμβάπτισής τους σε διάλυμα υποχλωριώδες νάτριο 1% (20% χλωρίνης) ή 5% φορμόλης ή μετουσιομένης αιθυλικής αλκοόλης (πράσινο οινόπνευμα) 50%.
3. Χημική Μέθοδος Αντιμετώπισης. Όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, οι χημικές μέθοδοι αντιμετώπισης με τη χρήση μυκητοκτόνων έχουν κριθεί αναποτελεσματικές. Στη Γαλλία χρησιμοποιείται η χρήση ζιζανιοκτόνων ((glyphosate) για την ξήρανση των άρρωστων δέντρων για τη διακοπή εξάπλωσης του μύκητα δια μέσου των ριζών.
4. Χρησιμοποίηση υγειούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Η αθρόα εισαγωγή μοσχευμάτων πλατανιών από ξένες χώρες αυξάνει τον κίνδυνο νέας εισαγωγής προσβεβλημένων φυτών και διασποράς της ασθένειας σε διάφορες περιοχές. Έτσι θα πρέπει να γίνεται έλεγχος όλων των φυτών που εισάγονται από τις ευρωπαϊκες χώρες που υπάρχει η ασθένεια. Ομοίως τα Ελληνικά φυτώρια που παράγουν πλατάνια θα πρέπει να τηρούν ελέγχους για την ύπαρξη της ασθένειας και να αναπτύσσονται σε περιοχές που δεν έχει παρατηρηθεί ο μύκητας.
5. Ανθεκτικά φυτά. Στην Γαλλία έχουν πραγματοποιειθεί τεχνητά υβρίδια πλατάνου με τη διασταύρωση αμερικάνικου πλάτανου (Platanus Occidentalis) με τον ανατολικό πλάτανο (Platanus Orientalis) τα οποία είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στον μύκητα. Αν αυτά τα πλατάνια καταφέρουν να προσαρμοστούν στις ελληνικές συνθήκες τότε θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν ένα μέρος των ήδη προσβεβλημένων δέντρων, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τα υπεραιωνόβια δέντρα στην παραποτάμια βλάστηση της χώρας.Στοιχεία από: http://efe.aua.gr/
Το πλατανόδασος Κηρέα |
No comments:
Post a Comment